23/7/08

Πίνα Μπάους, Εκείνη που επιμένει στο γιατί


Τι είναι αυτό που κάνει το έργο της Πίνα Μπάους πηγή έμπνευσης και δημιουργίας για τις νεότερες γενιές καλλιτεχνών; Η παράσταση «Ορφέας και Ευριδίκη», την οποία η Γερμανίδα χορογράφος παρουσιάζει φέτος στην Επίδαυρο, είναι από μόνη της μια εξήγηση.

Σε λίγες μέρες θα δούμε στην Επίδαυρο την όπερα «Ορφέας και Ευρυδίκη» του Κρίστοφ Βίλιμπαντ Γκλουκ (1714-1787) χορογραφημένη από την Πίνα Μπάους. Η ίδια η όπερα του Γκλουκ θεωρείται καινοτόμος, αφού το έργο τελειώνει με ένα χαρμόσυνο παιάνα, καθώς ο θεός Έρωτας συγκινείται από το θρήνο του Ορφέα και ξαναζωντανεύει την Ευρυδίκη αντί να αφήσει τον Άδη να την καταπιεί, κατά το μύθο. Η παράσταση αυτή του 1975 θεωρείται αντιπροσωπευτική της πρώτης περιόδου της Πίνα Μπάους.

Από τις κορυφαίες χορογράφους του καιρού μας, η Μπάους έχει αφήσει ανεξίτηλα το σημάδι της στο σώμα του σύγχρονου χορού δημιουργώντας μια νέα, δική της αισθητική και επεκτείνοντας τα όρια της τέχνης της. Παραμένοντας στο κέντρο των εξελίξεων επί σχεδόν τριάντα χρόνια, συνεχίζει να τροφοδοτεί και να εμπνέει όχι μόνο γενιές χορογράφων αλλά και ανθρώπους του θεάτρου, εικαστικούς και κινηματογραφιστές.

«Με ενδιαφέρει τι είναι αυτό

που κινεί τους ανθρώπους»

Η δουλειά της, τόσο προσωπική που συχνά θυμίζει κάποιου το όνειρο, είναι ταυτόχρονα βαθιά δημοκρατική: η Μπάους θέτει ερωτήματα στους χορευτές κι αυτοί προσφέρουν τις απαντήσεις τους· εκείνη επιλέγει και οργανώνει το υλικό, ώστε να απολαμβάνουμε εμείς, οι «απ’ έξω», τα πολυσυλλεκτικά της ποιήματα. Συχνά, δε, πρώτα παρουσιάζει ένα καινούργιο έργο κι έπειτα του δίνει τίτλο, επιτρέποντας στην επαφή με το κοινό να το καθορίσει.

Σταθερά της θέματα η αδυναμία επικοινωνίας, η μοναδικότητα του προσώπου και η ακάματη εσωτερική εξερεύνηση της μνήμης, του τραύματος, των ευχών, των ρόλων, των συμβόλων - ενώ η κοινωνική και πολιτική διάσταση του χοροθεάτρου είναι ένα σημείο όπου καινοτομεί. Τα όρια ανάμεσα στον ρόλο και το άτομο δείχνουν να λιώνουν στη δουλειά της, αφήνοντας τους ερμηνευτές της εκτεθειμένους επί σκηνής. Χαρακτηριστική είναι μια φράση που είχε πει το 1973, στην αρχή της καριέρας της: «Δεν με ενδιαφέρει πώς κινούνται οι άνθρωποι, αλλά τι είναι αυτό που τους κινεί».

Από τη Γερμανία

στην Αμερική - και πάλι πίσω

Η Πίνα Μπάους γεννήθηκε στο Ζόλινγκεν της Γερμανίας το 1940 και μεγάλωσε ανάμεσα στους πάγκους της ταβέρνας του πατέρα της (μια ανάμνηση εξερεύνησε στο έργο της «Καφέ Μύλλερ»). Ξεκίνησε σπουδές μπαλέτου στα 15 της, στη Σχολή Φόλκβανγκ του Έσεν, ως μαθήτρια του Κουρτ Γιόος, πρωτεργάτη του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Όταν έγινε δεκαεννέα ετών συνέχισε τις σπουδές της, με υποτροφία, στη Σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης, όπου συνεργάστηκε με σπουδαίους χορογράφους της αμερικανικής πρωτοπορίας, όπως ο Πολ Τέιλορ και ο Χοσέ Λιμόν. Το 1962, ύστερα από παράκληση του Γιόος επέστρεψε στη Γερμανία, για να γίνει μέλος του Μπαλέτου Φόλκβανγκ που εκείνος είχε μόλις ιδρύσει. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1968, παρουσίασε την πρώτη της χορογραφία με τον τίτλο «Θραύσματα», και την αμέσως επόμενη χρονιά γίνεται καλλιτεχνική διευθύντρια και χορογράφος του Στούντιο Χορού Φόλκβανγκ (πρώην Μπαλέτο Φόλκβανγκ).

Ουδείς προφήτης στον τόπο του;

Εντωμεταξύ, το 1973 δέχεται να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση της κρατικής σκηνής του μπαλέτου του Βούπερταλ, το οποίο μετατρέπει σε Χοροθέατρο και έναν χρόνο αργότερα κάνει πρεμιέρα με το έργο «Φριτς». Ακολουθούν τα «Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα» και πολλά άλλα έργα που προκαλούν και ταράζουν: Χορευτές που χειρονομούν, αφηγούνται τα παιδικά τους όνειρα, καπνίζουν, δακρύζουν ή απλώς αναπνέουν επί σκηνής – πράγματα, έως τότε, ανήκουστα. Οι δημότες παραπονούνται ότι πάνε στράφι τα λεφτά των φορολογουμένων και η Μπάους δέχεται υβριστικά τηλεφωνήματα, αλλά και επιθέσεις – άγνωστοι φτάνουν στο θέατρο για να τη φτύσουν ή να ορμήξουν και να την πιάσουν από τα μαλλιά… Και ενώ σκεφτόταν να μεταφέρει την έδρα της στο Παρίσι, οι χορευτές της ήθελαν να παραμείνουν στο Βούπερταλ. Τελικά εκεί και παρέμεινε, μια απόφαση που ίσως τελικά ήταν σοφή. Καθώς τα έργα της βασίζονται στην καθημερινότητα, το Βούπερταλ αποτελεί ίσως το τέλειο παρατηρητήριο: μια συνηθισμένη μικρή πόλη.

Μια αριστοτελική Γερμανίδα

Κι ενώ η αναγνώριση ήρθε πρώτα από το διεθνές κοινό, τα έργα της είναι πλέον ανάρπαστα στο Βούπερταλ - το 2003 μάλιστα της απένειμαν το κλειδί της πόλης. Δίχως, βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι η κριτική δεν την έχει κατακεραυνώσει κατά καιρούς και εκτός γερμανικών συνόρων. Η σκοτεινή ένταση των έργων της, η συναρπαστική αλλά θλιβερή θέα της τής ανθρωπότητας, η βία και η σκληρότητα των ανδρών απέναντι στις γυναίκες και η γυναικεία βαναυσότητα απέναντι στους άντρες, η σωματική και συναισθηματική κακοποίηση και η παγερή αδιαφορία του κοινωνικού περίγυρου, οδήγησαν κάποιους κριτικούς να μιλήσουν για «πορνογραφία του πόνου» στα έργα της (Arlene Croce, «The New Yorker»), ενώ άλλοι παρατηρούν: «Το ενοχλητικό με τη δουλειά της Μπάους, πέρα από την όποια πρωτοτυπία και αρτιότητα, είναι ότι δεν είναι κανείς σίγουρος για την δική της ηθική θέση» (Alan Kriegsman, «The Washington Post»). Ίσως, βέβαια, αυτό ακριβώς να είναι το στοιχείο που κάνει τη δουλειά της τόσο αγαπητή – το γεγονός ότι καταφέρνει, με τη νηφαλιότητα του παρατηρητή και την καθαρότητα βλέμματος ενός παιδιού, να καταθέτει ανθρώπινους μηχανισμούς και στιγμές εντελώς αριστοτελικά: εκείνη μας καθρεφτίζει δίχως να κρίνει ή να ποδηγετεί κι εμείς αναγνωρίζουμε το βαθύ μας εαυτό επί σκηνής, μια πράξη που από μόνη της δύναται, ίσως, να μας μετασχηματίσει. Όπως έχει πολλές φορές ειπωθεί, η Μπάους αναθέτει στο κοινό την απόδοση νοήματος των έργων της.

Συνταξιούχοι και ρομαντισμός

Ένα από τα πολλά ταμπού που έσπασε η Πίνα Μπάους ήταν το ιδανικό του ιδανικά ωραίου χορευτή. Οι γυναίκες στα έργα της συνήθως φορούν μακριές, πανέμορφες τουαλέτες κι έχουν τα μαλλιά τους λυτά, ενώ οι άντρες, με παντελόνια και πουκάμισα, κρατούν κι εκείνοι την αρχετυπική μορφή του φύλου τους, δίχως όμως να διστάσουν να την ανταλλάξουν με τη θηλυκή, γλιστρώντας ενίοτε σε γόβες και σατέν. Ανάμεσα στους χορευτές της βρίσκουμε άντρες και γυναίκες με σωματότυπους που υμνούν τη διαφορετικότητα: υπάρχουν κοντοί και ψηλοί, όμορφοι και άσχημοι, σφριγηλοί νεαροί ή συνταξιούχοι δίχως καμία σκηνική εμπειρία, που όμως κατορθώνουν να κατακτούν αξιοζήλευτη τεχνική αρτιότητα…

Άλλο ένα από τα φράγματα που έσπασε η Μπάους ήταν αυτό της θεματολογίας. Τα έργα της δεν αποπνέουν απαραιτήτως χαρά. Κάποτε αναδύουν σπαραγμό, φόβο ή απουσία, όχι όμως δίχως χιούμορ. Γνήσιο τέκνο της μεταπολεμικής Γερμανίας (όπως, αντίστοιχα, στην Ιαπωνία η γενιά που δημιούργησε το ωμά εξπρεσιονιστικό Μπούτο), η Μπάους θέτει δύσκολες ερωτήσεις. Η δουλειά της, συχνά εστιασμένη στο αίσθημα της ενοχής, της ηθικής ευθύνης και της σκοτεινής όψης της φύσης μας, φέρει μέσα της τόσο την δική της απογοήτευση, όσο και την ανάγκη της για υπαρξιακή ανακούφιση. Η ιδέα ότι μια παράσταση χορού πρέπει να είναι ευχάριστη αντικαταστάθηκε από την ανάγκη της Μπάους για ειλικρινή έκφραση, κάτι που συχνά την οδηγεί σε πένθιμα, αν και ολοζώντανα, έργα. Ταυτόχρονα, εκτιμώντας βαθύτατα την ελαφρότητα μέσα από το βάρος της, συχνά τη βλέπουμε να δημιουργεί στιγμές τόσο ρομαντικά τρυφερές, που θα μπορούσε να τις έχει ονειρευτεί ένα κορίτσι. Η Μπάους δημιουργεί κάτι μεγάλο από κάτι μικρό, χτίζοντας στη λεπτομέρεια, επαναλαμβάνοντας μια χειρονομία κι αντηχώντας ένα νέο νόημα κάθε φορά, χρησιμοποιώντας το μπαλετικό της παρελθόν, αυτοσχεδιαστικές τεχνικές και την κατά Στανισλάφσκι αισθητηριακή μνήμη για να αρθρώσει το μοναδικά δικό της λόγο.

Προσωπικές απώλειες

και σκηνογραφία

Αν και ελάχιστα είναι γνωστά για την προσωπική ζωή της Μπάους, υπήρξε σύζυγος του σκηνογράφου και ενδυματολόγου Ρολφ Μπόρζικ, που πέθανε το 1980. Ο Μπόρζικ επηρέασε δραστικά το εικαστικό κομμάτι της δουλειάς της και τη στήριξε στα κρίσιμα πρώτα χρόνια. Μαζί έκαναν ένα γιο, τον Ρολφ, που είναι μουσικός.

Εντωμεταξύ, η σχέση της με την σκηνογραφία έχει παραμείνει ξεχωριστή: η Μπάους έχει ανεβάσει στη σκηνή χιλιάδες γαρίφαλα, ένα μικρό βουνό, πολύ νερό, ακόμη κι έναν ιπποπόταμο! Σήμερα, ταξιδεύει διαρκώς ανά τον κόσμο παρουσιάζοντας τις δουλειές της, με μικρά διαλείμματα στη βάση της, το Βούπερταλ, ενώ οι παραστάσεις της συνεχίζουν να ξαφνιάζουν και να ενθουσιάζουν.

Η Μπίνα Μπάους για...

...την παράσταση «Ορφέας και Ευρυδίκη»

«Ο δικός μου Ορφέας [στον «Ορφέα και Ευρυδίκη» του Γκλουκ] δεν είναι ήρωας, αλλά ένας άντρας που η αγάπη τον έχει κάνει απόλυτα ευάλωτο.»

«Με το Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού μοιραζόμαστε αμοιβαίο θαυμασμό. Πρόκειται για μια ιστορία έρωτα με αυτούς τους χορευτές που ξεκίνησε με την “Ιεροτελεστία της Άνοιξης” που χορογράφησα μαζί τους. Το πόσο ανοιχτοί ήταν πνευματικά και η όρεξή τους για μια βαθιά εμπειρία, με έκανε να θέλω να δουλέψω ξανά μαζί τους. Και τώρα, μετά τον “Ορφέα και Ευρυδίκη”, εξακολουθώ να έχω την έντονη επιθυμία να επιστρέψω και πάλι.»

(Συνέντευξη στη «Figaro»)

...την αρχή και το τέλος

«Η πορεία μου ως τώρα έχει υπάρξει υπέροχη και είμαι πάρα πολύ ευτυχής. Αλλά όταν φτιάχνω ένα καινούργιο κομμάτι αυτό δεν με βοηθά. Τίποτε δεν με βοηθά – τουλάχιστον όχι ό,τι έχω ήδη κάνει. Αυτά έγιναν, πάει. Κάθε φορά είσαι και πάλι πρωτάρης.»

«Σκέφτομαι υπερβολικά πολύ. Είναι σαν το κεφάλι μου να μου κόβει το δρόμο. Κάτι μπορεί να μοιάζει απλό, αλλά εγώ το κάνω τόσο περίπλοκο. Κι αυτό χειροτερεύει όταν ολοκληρώνω ένα έργο. Υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι “αυτή είναι η τελευταία φορά. Δεν πρόκειται να το ξανακάνω ποτέ αυτό.” Κι έπειτα σκέφτομαι “Δεν πρέπει να σταματήσω τώρα. Πρέπει να κάνω ένα καινούργιο έργο αμέσως.” Πηγαίνω από το ένα απόλυτο άκρο στο άλλο… Είναι τρομερό, βυθίζεσαι ολοένα και περισσότερο, αλλά δεν μπορείς να το βάλεις κάτω, επειδή οι χορευτές είναι διαρκώς εκεί και περιμένουν από σένα να κάνεις κάτι.»

(Συνέντευξη στη Valerie Lawson, για το Ballet Μagazine)

...το κοινό της

«Σχεδόν δεν έχει καμία σημασία αν ένα έργο θα βρει ένα κοινό που θα το καταλάβει. Πρέπει κανείς να κάνει το συγκεκριμένο έργο, επειδή πιστεύει ότι αυτό είναι σωστό να κάνει. Δεν είμαστε εδώ μόνον για να ευχαριστούμε, δεν μπορούμε παρά να προκαλούμε το θεατή.»

Δεν υπάρχουν σχόλια: