10/6/09

Δημήτρης Πιατάς: «Το ελληνικό θέατρο έχει πληθωρισμό»






Την «Τεραστία σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω» πρωτοανέδειξε με το ιστορικό του σύγγραμμα, ήδη από το 1941, ο Ευάγγελος Λεμπέσης. Έκτοτε πολλοί εδόξασαν τη βλακεία. Εσχάτως και ο Σάκης Σερέφας, ένας σύγχρονος Έλληνας συγγραφέας, τα κείμενα του οποίου συνιστούν δηκτικά σχόλια για τη σύγχρονη Ελλάδα, την Ελλαδάρα των σύγχρονων μύθων μας. Καθηγητής στο «Σεμινάριο Βλακείας» του Εδεσσαίου συγγραφέα, ένας λαϊκός κωμικός που πολύ του αρέσει το παιχνίδι των μεταμορφώσεων.


Συνέντευξη στην Κατερίνα Κόμητα


Συναντηθήκαμε ένα μεσημέρι σε ένα από αυτά τα παλιά καφενεία του Κεραμεικού, τα χαμένα στο πουθενά «Café Bagdad» της αστικής ερήμου, πολύ κοντά στο θέατρο που κάνει πρόβες αυτή την εποχή. Φιλικός, πανέξυπνος και ετοιμόλογος, ο Δημήτρης Πιατάς μίλησε με ενθουσιασμό για τον ρόλο του στο «Σεμινάριο Βλακείας» του Τάκη Σερέφα που ανεβαίνει φέτος στο Φεστιβάλ Αθηνών. Στο έργο αυτό υποδύεται τον καθηγητή ο οποίος στο πλαίσιο ενός σεμιναρίου εξηγεί στους φοιτητές του τον σημαντικό ρόλο της βλακείας στη ζωή. «Πρέπει να είσαι έξυπνος για να υποδυθείς τον βλάκα» υποστηρίζει και δικαιώνεται μέσα από τις ερμηνείες του και τα λεγόμενά του.

Φέτος στο Φεστιβάλ Αθηνών υποδύεστε τον καθηγητή στο «Σεμινάριο Βλακείας» του Σάκη Σερέφα. Τι ακριβώς κάνετε;
Κάνουμε μια αναδρομή στη βλακεία ανά τους αιώνες, δείχνοντας το μέγεθός της αλλά και το πόσο τη χρειαζόμαστε για να μπορούμε να διαπραγματευτούμε τους εαυτούς μας και να επιδείξουμε την εξυπνάδα μας. Να ξεκαθαρίσω ότι πρόθεσή μας δεν ήταν να κάνουμε μια εξυπνακίστικη παράσταση ή μια διακωμώδηση της βλακείας. Προσπαθήσαμε πολύ ώστε το έργο να κουβαλάει μια, ας το πούμε, επιστημονικότητα.

Είναι αλήθεια ότι εσείς προτείνατε στον συγγραφέα να γράψει ένα έργο για τη βλακεία;
Ναι, πράγματι του το πρότεινα, αλλά όχι με τη μορφή της «παραγγελίας». Προϋπήρχε μια γνωριμία και μια εκτίμηση μεταξύ μας, από την εποχή του «Μαμ» που ανεβάσαμε με τεράστια επιτυχία στον Εξώστη του Θεάτρου του Νότου του Γιάννη Χουβαρδά, σε σκηνοθεσία της Ελένης Μποζά. Καταλάβαμε τότε πως είχαμε βρει έναν θεατρικό συγγραφέα που ενώ, ως αίσθηση, έρχεται από παλιά, φέρνει μαζί και το καινούργιο του θεάτρου. Και το κυριότερο είναι πως το έργο του, ενώ έχει πολλή Ελλάδα, δεν έχει καθόλου φολκλορισμό. Από το έργο του Σερέφα απουσιάζει ο «τσολιάς». Θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό να υπάρχουν τέτοιοι συγγραφείς και, ως καλλιτέχνης, τους αναζητώ. Κάποια στιγμή, λοιπόν, του εκμυστηρεύτηκα ότι θα ήθελα πάρα πολύ έναν μονόλογο με θέμα που, προσωπικά, στο θέατρο το έχω υπηρετήσει κι άλλες φορές παίζοντας διάσημους βλάκες• ένα κείμενο που θα μπορούσα να το δείξω εύκολα χωρίς να μπω στη διαδικασία μιας αυστηρής και ακριβής παραγωγής –που άλλωστε θα ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσουμε εγώ και η εταιρεία μου, η «Commedia».

Η εξυπνάδα να παίζεις τον χαζό

Πράγματι έχετε υποδυθεί επανειλημμένως τον βλάκα στο θέατρο. Τον ελαφρύ αξιοθρήνητο φανταράκο στον «Καλό στρατιώτη Σβέικ» του Γιάροσλαβ Χάσεκ, έχετε παίξει το «Ένας βλάκας και μισός» του Δημήτρη Ψαθά, κάνατε τον Σωσία στον «Αμφιτρύωνα» του Μολιέρου, τους δούλους και τους υπηρέτες του Αριστοφάνη, ακόμα και τον Σπίθα σε έναν μονόπρακτο «Μικρό Ήρωα» του Ηλία Λάγιου. Ήταν έξυπνη επιλογή να παίξετε όλους αυτούς τους βλάκες;
Δεν ξέρω αν ήταν έξυπνη επιλογή, αλλά σίγουρα ήταν επιτυχημένη. Ο βλάκας είναι ένα κωμικό πρόσωπο και παράλληλα ένα πρόσωπο αγαπητό στους συγγραφείς και το κοινό. Ξέρετε, είναι πολύ δύσκολο να παίζεις το βλάκα και απαραίτητη προϋπόθεση για να τον υποδυθείς είναι να είσαι έξυπνος. Η βλακεία και η εξυπνάδα είναι δύο στοιχεία που έχουν παράλληλους δρόμους, για να μην πω κοινή αφετηρία. Μόνο το αποτέλεσμά τους διαφέρει. Γιατί η εξυπνάδα προϋποθέτει δημιουργικό αποτέλεσμα, ενώ η βλακεία κάποιες φορές είναι επικίνδυνη.

Το έργο καταλήγει με μια παλιά αραβική παροιμία που λέει ότι «η βλακεία είναι θείο χάρισμα, όμως δεν πρέπει να της γίνεται κατάχρηση». Εσείς βγάλατε συμπέρασμα;
Ναι, η βλακεία είναι θείο χάρισμα, γιατί η έννοιά της κουβαλάει μια θρησκευτικότητα: μιλάμε για τη «θεία αφέλεια», την «απόλυτη αθωότητα». Σίγουρα, σίγουρα, η βλακεία είναι πιο κοντά στο θείο και η επικινδυνότητά της έχει σχέση μόνο με τη διαστροφή της. Όταν δηλαδή η βλακεία εγκαθίσταται στην πολιτική και στην εξουσία τότε γίνεται επικίνδυνη. Αν είναι στοιχείο της καθημερινότητάς μας, του πολιτισμού μας, αν υποκινεί τη γενναιοδωρία που πρέπει να δείχνουμε στους άλλους ανθρώπους είναι κάτι θείο.

Basta! Στο τέλος θα μας πείτε ότι το «Σεμινάριο Βλακείας» είναι ένα έργο πολιτικό…
Σας το λέω. Και επειδή έχουμε και ευρωεκλογές μπροστά μας, πιστεύω ότι είναι πολύ ωραίο που μια από τις παραστάσεις που ανοίγουν το φετινό Φεστιβάλ είναι ένα Σεμινάριο Βλακείας. Είναι συμπτωματικό, αλλά μου αρέσει πάρα πολύ αυτή η σύμπτωση.

Βλέποντάς σας να παίζετε παρατηρώ έναν κωμικό ηθοποιό που αντιμετωπίζει το κωμικό σαν δράμα. Διαβάζω σωστά;

Ναι, είναι πρόθεσή μου. Μπήκα στη δραματική σχολή και στην περιπέτεια του θεάτρου πιστεύοντας ότι ήμουν δραματικός ηθοποιός και τελείωσα ως κωμικός. Δεν γαργαλάμε εμείς τους θεατές. Όχι ότι δεν το έχω κάνει και αυτό, αλλά ήταν λόγω ανάγκης, όχι λόγω προσωπικής πρόθεσης.

Ο ωραίος κι ο χοντρός

Πώς θα ορίζατε τη σχέση του τραγικού με το κωμικό;

Τι να σας πω; Ένα κλάμα που κρατάει παραπάνω από το κανονικό είναι αστείο. Το κωμικό και το τραγικό έχουν κοινή πηγή αλλά διαφορετικό τέλος. Θυμηθείτε: στα φινάλε των κινηματογραφικών ταινιών το κορίτσι δεν το παίρνει ο ωραίος, το παίρνει ο χοντρός. Κι αυτό είναι κωμικό…

Προδώστε ένα-δυο μυστικά του «Σεμινάριου Βλακείας».
Επί σκηνής, εκτός από μένα, θα υπάρχει ένας μαυροπίνακας, στην πραγματικότητα μια οθόνη, όπου θα προβάλλονται διαφάνειες, λέξεις ή στιγμιότυπα που έχουν σχέση με τον μύθο του έργου. Παράλληλα, θα υπάρχει και ένας μουσικός που, παράλογα και αυτοσχεδιαστικά, θα επεμβαίνει στη διάρκεια της διάλεξής μου προσπαθώντας να σχολιάσει ή να προβοκάρει το κείμενό μου. Ο μουσικός αυτός είναι ο Νίκος Τουλιάτος.

Εκτός από το θέατρο έχετε μια σταθερή παρουσία στο σινεμά. Παρατηρώ, ωστόσο, ότι δεν κάνετε τηλεόραση.
Πράγματι, ο κινηματογράφος μου αρέσει πάρα πολύ, είναι το διάλειμμα της δουλειάς μου. Από την άλλη, η τηλεόραση είναι για μένα απλώς και μόνο μια αιτία για να αλλάξω αυτοκίνητο. Βλέπετε, είμαι επαγγελματίας και παράλληλα έχω μια εταιρεία την οποία αυτοχρηματοδοτώ. Κάνω τηλεόραση για λόγους επαγγελματικούς και βιοποριστικούς. Και μόνο.

Πώς βλέπετε το ελληνικό θέατρο σήμερα;
Υπάρχει μια γενιά νέων ηθοποιών που με το θάρρος και το θράσος της νιότης τους διεκδικούν να εκφράζονται, να παίζουν, να βρίσκουν χώρους. Κι αυτό το βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον και σημαντικό. Πιστεύω πως αυτή η περίοδος είναι η «άνοιξη» του θεάτρου στη χώρα μας. Πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω πως το θέατρο είναι πράξη και όχι λόγια. Είναι να δουλεύεις και να παράγεις αποτέλεσμα. Καλό ή κακό, δεν έχει σημασία. Κι αυτή τη στιγμή το ελληνικό θέατρο ακολουθεί τους κανόνες της οικονομίας μας: έχει πληθωρισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: